ὄρχεων

ὄρχεων
ὄρχεω̆ν , ὄρχις
testicle
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀρχέων — ὀρχέω dance pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • ανορχιδία ή ανορχία — Έλλειψη του ενός ή και των δύο όρχεων, που οφείλεται σε απλασία των γεννητικών οργάνων. Η α. δεν πρέπει να συγχέεται με την κρυψορχία, που είναι αποτέλεσμα της κατακράτησης των όρχεων μέσα στην κοιλιά ή στον βουβωνικό πόρο. Ο ευνουχισμός ή η… …   Dictionary of Greek

  • ορχεοθεραπεία — και ορχιθεραπεία, η η χρησιμοποίηση εκχυλισμάτων όρχεων για θεραπευτικούς σκοπούς, οποθεραπεία με εκχυλίσματα όρχεων …   Dictionary of Greek

  • αιματοκήλη — Συσσώρευση αίματος μέσα σε ένα μικρό μέρος του σώματος, στους ανθρώπους και στα ζώα. Η α. προκαλείται συνήθως από τραυματισμό του οσχέου ή από χρόνιες αιμορραγικές μολύνσεις των όρχεων. Διογκώνεται τότε το όσχεο των όρχεων και αιμορραγεί… …   Dictionary of Greek

  • αζούλιστος — και ιγος, η, ο [ζουλίζω] 1. αυτός που δεν ζουλίχτηκε, δεν συμπιέστηκε (αζούλιστη ντομάτα) ή δεν μπορεί να συμπιεστεί («κακό σπυρί, αζούλιστο») 2. αυτός που δεν κακοπάθησε σε συνωστισμό 3. (για ζώα) αυτός που δεν έχει υποστεί σύνθλιψη τών όρχεων,… …   Dictionary of Greek

  • αζωοσπερμία — η Ιατρ. η απουσία σπερμοτοζωαρίων στο εκσπερμάτισμα, ενώ υπάρχουν ανώριμες προβαθμίδες τους (σπερματοβλάστες). Οφείλεται σε απόφραξη τών σπερματικών σωληναρίων τών όρχεων από διάφορες αιτίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < azoospermia, νεολατιν. επιστημον. όρος,… …   Dictionary of Greek

  • ανορχία — η η έλλειψη του ενός ή των δύο όρχεων ή (γενικότερα) λειτουργούντος ορχικού ιστού, συγγενής ή επίκτητη (ύστερα από παρωτίτιδα) …   Dictionary of Greek

  • απόκοπος — Το σπουδαιότερο έργο της κρητικής λογοτεχνίας του 16ου αι. Τυπώθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1519. Πρόκειται για ποίημα 490 στίχων, στο οποίο ο ποιητής αφηγείται την κάθοδό του στον Άδη, όπως την είδε στο όνειρό του. Γλώσσα του είναι η… …   Dictionary of Greek

  • δαρτός — ή, ό (AM δαρτός, ή, όν) νεοελλ. 1. δαρμένος, ξυλοκοπημένος 2. (για τη βροχή) ραγδαία («πιάνει μια δαρτή βροχή, νεροποντή σωστή») 3. (για το γάλα, τα αβγά κ.λπ.) όποιος έχει υποστεί έντονη ανατάραξη κατά την επεξεργασία του («δαρτό γάλα») μσν. φρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”